- κακόμαχος
- κακόμαχος, -ον (Α)αυτός που μάχεται με δολιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. φιλό-μαχος, φυγό-μαχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακομαχία — κακομαχία, ἡ (Α) [κακόμαχος] κακοήθης διαμάχη, δόλια πολεμική … Dictionary of Greek
κακομαχώ — κακομαχῶ, έω (Α) [κακόμαχος] 1. μάχομαι δόλια («πολλοὺς τῶν ἀθλητῶν ἑώρα κακομαχοῡντας», Λουκιαν.) 2. παλεύω, μάχομαι απεγνωσμένα … Dictionary of Greek